- ξιφουλκία
- η (Α ξιφουλκία) [ξιφουλκός]η ξιφούλκηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξιφουλκία — ξιφουλκίᾱ , ξιφουλκία drawing of a sword fem nom/voc/acc dual ξιφουλκίᾱ , ξιφουλκία drawing of a sword fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφουλκίας — ξιφουλκίᾱς , ξιφουλκία drawing of a sword fem acc pl ξιφουλκίᾱς , ξιφουλκία drawing of a sword fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφουλκίαν — ξιφουλκίᾱν , ξιφουλκία drawing of a sword fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφούλκηση — ξιφούλκηση, η και ξιφουλκία, η το τράβηγμα του σπαθιού έξω από τη θήκη, το ξεσπάθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)